- ελληνίστρια
- ηθηλ. του ελληνιστής (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Χάρισον, Τζένι Έλεν — (Harrison, 1850 – 1928). Αγγλίδα φιλόλογος, αρχαιολόγος και ελληνίστρια. Σπούδασε αρχαία ελληνικά και αρχαιολογία στο Καίμπριτζ. Μετά το τέλος των σπουδών της επισκέφτηκε για ενημέρωση και μελέτη τα αρχαιολογικά μουσεία του Βερολίνου, του Μονάχου … Dictionary of Greek